- τόνοις
- τόνοςthat by which a thing is stretchedmasc dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ПОСТЕЛЬ — • Lectus. I. У греков: ευ̉νή, состояла 1. из κλίνη, кровать. Четыре стороны κλίνη, ε̉νήλατα (κραστήρια) состояли из столбов, которые, будучи положены друг на друга, покоились на ножках. У того конца, где была голова, был… … Реальный словарь классических древностей
κλάση — η (Α κλάσις) [κλώ] θραύση, σπάσιμο, τσάκισμα, τεμαχισμός («πάσας δὲ κλάσεις καὶ διαφορὰς τῶν κύκλων ἐμποιεῖν», Πλάτ.) νεοελλ. 1. σύνολο προσώπων ή πραγμάτων που αποτελούν μέρος ενός όλου, τάξη, ομάδα, κατηγορία 2. βιολ. μονάδα βιολογικής… … Dictionary of Greek